- καλοκυρά
- ησυν. στον πληθ. οι καλοκυράδες1) οι ευμενείς Μοίρες, οι αγαθές δυνάμεις, κν. νεράιδες2) αρχόντισσες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκυρά — η νεράιδα: Πολλοί διηγούνται πως είδαν καλοκυράδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)